Σκιρωνίδα

Σκιρωνίδα
Σκῑρωνίδα , Σκίρων
which blew from the Scironian rocks
fem acc sg
Σκιρωνίδᾱ , Σκιρωνίδης
masc nom/voc/acc dual
Σκιρωνίδᾱ , Σκιρωνίδης
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκιρωνίδα — η / σκιρωνίς, ίδος, η, ΝΑ φρ. «Σκιρωνίδες πέτρες» και «Σκιρωνίδες πέτραι» ή, απλώς, «Σκιρωνίδες» απότομη βραχώδης κατάληξη τών Γεράνειων Ορέων στον Σαρωνικό, πέρα από τα Μέγαρα, η οποία σήμερα ονομάζεται Κακή Σκάλα και όπου, σύμφωνα με την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”